- ξηραντικός
- -ή, -ό (ΑΜ ξηραντικός, -ή, -όν) [ξηραίνω]αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά(ενν. μέσα) χημ. ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη διαδικασία ξήρανσής τους στον αέρααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηραντικόνη δυνατότητα ή η ικανότητα για ξήρανση.επίρρ...ξηραντικῶς (Α)με αποξήρανση.
Dictionary of Greek. 2013.