ξηραντικός

ξηραντικός
-ή, -ό (ΑΜ ξηραντικός, -ή, -όν) [ξηραίνω]
αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά
(ενν. μέσα) χημ. ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη διαδικασία ξήρανσής τους στον αέρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηραντικόν
η δυνατότητα ή η ικανότητα για ξήρανση.
επίρρ...
ξηραντικῶς (Α)
με αποξήρανση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξηραντικός — causing to dry up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικός — ή, ό αυτός που έχει τη δυνατότητα να ξεραίνει, να στεγνώνει: Ξηραντική ουσία, αλλ. στεγνωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηραντικά — ξηραντικός causing to dry up neut nom/voc/acc pl ξηραντικά̱ , ξηραντικός causing to dry up fem nom/voc/acc dual ξηραντικά̱ , ξηραντικός causing to dry up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικώτερον — ξηραντικός causing to dry up adverbial comp ξηραντικός causing to dry up masc acc comp sg ξηραντικός causing to dry up neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικωτάτων — ξηραντικός causing to dry up fem gen superl pl ξηραντικός causing to dry up masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικωτέραις — ξηραντικός causing to dry up fem dat comp pl ξηραντικωτέρᾱͅς , ξηραντικός causing to dry up fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικωτέρων — ξηραντικός causing to dry up fem gen comp pl ξηραντικός causing to dry up masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικῶν — ξηραντικός causing to dry up fem gen pl ξηραντικός causing to dry up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικόν — ξηραντικός causing to dry up masc acc sg ξηραντικός causing to dry up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικώτατα — ξηραντικός causing to dry up adverbial superl ξηραντικός causing to dry up neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”